Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρελοκαμπέρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρελοκαμπέρω η [trelokambéro] Ο37α : (οικ.) γυναίκα ζωηρή και άμυαλη· τρελοπαντιέρα.

[τρελο- + καμπέρ(ης) -ω < τουρκ. kamber (από τα αραβ.) `αχώριστος σύντροφος΄, (ειρ.) `που δεν μπορεί να λείπει΄ -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες