Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρελάρας ο [treláras] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) θηλ. τρελάρα [trelára] Ο25α : άνθρωπος που συμπεριφέρεται με τρόπο απερίσκεπτο, έξαλλο ή ιδιόρρυθμο.
[τρελάρ(α δες τρέλα) -ας· τρελάρ(ας) -α]



