Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρελάρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρελάρας ο [treláras] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) θηλ. τρελάρα [trelára] Ο25α : άνθρωπος που συμπεριφέρεται με τρόπο απερίσκεπτο, έξαλλο ή ιδιόρρυθμο.

[τρελάρ(α δες τρέλα) -ας· τρελάρ(ας) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go