Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τραχηλικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραχηλικός -ή -ό [traxilikós] Ε1 : 1. που ανήκει στον τράχηλο1: ~ μυς. Tραχηλική χώρα, τράχηλος. 2. που ανήκει στον τράχηλο2 ή που προέρχεται από αυτόν: ~ βλεννογόνος. Tραχηλική βλέννα.

[λόγ. τράχηλ(ος) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go