Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τραχηλιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραχηλιά η [traxiá] Ο24 : 1α. πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω από φόρεμα ή πουκάμισο: Άσπρη / δαντελένια / κεντημένη ~. β. (παρωχ.) σαλιάρα. 2. (παρωχ.) λαιμόκοψη.

[μσν. τραχηλία, τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go