Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρατάρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρατάρισμα το [tratárizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του τρατάρω, καθώς και αυτό που προσφέρεται· κέρασμα.

[τρατάρ(ω) -ισμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go