Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τραπεζοϋπάλληλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραπεζοϋπάλληλος ο [trapezoipálilos] Ο19 θηλ. τραπεζοϋπάλληλος [tra pezoipálilos] Ο36 : υπάλληλος σε τράπεζα.

[λόγ. τράπεζ(α) 1 -ο- + υπάλληλος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go