Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραπέζωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραπέζωμα το [trapézoma] Ο49 : η ενέργεια του τραπεζώνω: Tι δώρα, τι τραπεζώματα του έκανα για να βοηθήσει την υπόθεσή μου!

[τραπεζώ(νω) -μα (διαφ. το ελνστ. τραπέζωμα `προσφορές σε θεούς΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες