Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραμπάλα η [trambála] Ο25 : παιδικό παιχνίδι ανοιχτών χώρων, που αποτελείται από ένα δοκάρι του οποίου το κέντρο στερεώνεται σε μία βάση, έτσι ώστε να μπορεί να ταλαντώνεται, και που σε κάθε άκρη του κάθεται ένα παιδί: Kάνω ~.
[ιταλ. traballa γ' εν. του trabbalare `ταλαντεύομαι΄ ή γ' εν. του βεν. trambalar `παραπαίω από αδυναμία΄]



