Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραμπάλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμπάλα η [trambála] Ο25 : παιδικό παιχνίδι ανοιχτών χώρων, που αποτελείται από ένα δοκάρι του οποίου το κέντρο στερεώνεται σε μία βάση, έτσι ώστε να μπορεί να ταλαντώνεται, και που σε κάθε άκρη του κάθεται ένα παιδί: Kάνω ~.

[ιταλ. traballa γ' εν. του trabbalare `ταλαντεύομαι΄ ή γ' εν. του βεν. trambalar `παραπαίω από αδυναμία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες