Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τραγουδιστός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραγουδιστός -ή -ό [traγuδistós] Ε1 : α. που τραγουδιέται. β. που είναι μελωδικός: Έχει τραγουδιστή φωνή. τραγουδιστά ΕΠIΡΡ α. Διάβασε το ποίημα και μετά το είπε και ~. β. Mιλάει ~.

[τραγουδ(ώ) -ιστός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go