Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραγογένης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραγογένης ο [traγojénis] Ο11 : (υβρ., συνήθ. για παπά) που έχει γένι μακρύ και μυτερό σαν του τράγου.

[τράγ(ος) -ο- + γέν(ι) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες