Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρίψιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίψιμο το [trípsimo] Ο50 : η ενέργεια του τρίβω: Tα ρούχα θέλουν ~, για να καθαρίσουν. Tο ~ του παρκέ / των ασημικών, το γυάλισμα. Tο ~ της πλάτης, για καθαριότητα ή για εντριβή. Tο ~ του τυριού / του πιπεριού, για να γίνει πολύ μικρά κομματάκια ή σκόνη. Tο ~ του παντελονιού, η φθορά από την πολλή χρήση.

[μσν. τρίψιμον < τριψ- (τρίβω) -ιμον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go