Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρίτροχος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίτροχος -η -ο [trítroxos] Ε5 : για όχημα που κινείται με τρεις τροχούς: Tρίτροχο ποδήλατο / κάρο.

[λόγ. τρι- 1 + τροχ(ός) -ος μτφρδ. αγγλ.(;) three-wheeled]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go