Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίποντο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίποντο το [trípondo] Ο41 : α. (αθλ.) στο μπάσκετ, καλάθι τριών πόντων: Προσπάθεια για ~. || (ως επίθ.): ~ καλάθι. β. (μτφ.) για ιδιαίτερα επιτυχημένη ενέργεια.

[τρι- 1 + πόντ(ος) -ο (ενν. καλάθι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες