Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίποδο το [trípoδo] Ο41 : στήριγμα με τρία πόδια: Επάνω σε δύο τρίποδα στήριξε τις σανίδες ενός πρόχειρου κρεβατιού, στρίποδο. Tο ~ του ζωγράφου, το καβαλέτο.
[μσν. τρίποδον < τρι- 1 + πόδ(ι) -ον, ουδ. του -ος]



