Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίποδας ο [trípoδas] Ο5 : στήριγμα με τρία πόδια. 1α. ως έπαθλο ή αφιέρωμα, στην αρχαιότητα: Οι χρυσοί τρίποδες του μαντείου των Δελφών. β. κάθισμα που στηρίζεται σε τρία πόδια: H Πυθία καθισμένη στον ιερό τρίποδα έδινε τους χρησμούς. 2. διάταξη για την τοποθέτηση μιας μηχανής, π.χ. του φωτογράφου, τοπογράφου κτλ.· τρίποδο.
[λόγ.: 1: αρχ. τρίπους, αιτ. -οδα· 2: σημδ. αγγλ. tripod (< λατ. tripod- < αρχ. τριποδ-: τρίπους)]



