Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίο το [trío] Ο (άκλ.) : 1α. μουσική σύνθεση για τρία όργανα και ιδιαίτε ρα για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο ή για τρεις φωνές. β. ομάδα από τρεις καλλιτέχνες που παίζουν μουσικά όργανα ή που τραγουδούν μαζί: Mουσικό / φωνητικό ~. Στο ραδιόφωνο θα τραγουδήσουν ελληνικά ~. 2. (ειρ., πειραχτικά) ομάδα τριών ατόμων που συνδέονται ή συνεργάζονται στενά και που συνήθ. παρουσιάζονται μαζί. 3. το τριάρι της τράπουλας: Tο ~ κούπα / μπαστούνι. Είναι σαν ~ καρό, για κπ. που είναι ντυμένος παρδαλά.

[ιταλ. trio]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριοδικός -ή -ό [trioδikós] Ε1 : (τεχν.) τριοδική βάνα, η τρίοδη.

[λόγ. τρίοδ(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίοδος -η / -ος -ο [tríoδos] Ε17 : (τεχν.) τρίοδη βάνα, που συνδέει τρεις σωλήνες, αγωγούς. || (φυσ.) ~ λυχνία, συσκευή με τρία ηλεκτρόδια. || (ως ουσ.) η τρίοδος.

[λόγ. < γαλλ. triode (-ode κατά το cathode δες στο κάθοδος 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριόδυο το [trióδio] Ο41 : ζαριά στην οποία το ένα ζάρι δείχνει τρία και το άλλο δύο: Έφερε ~.

[τρί(α) -ο- + δύο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριολέτο το [trioléto] Ο39 : 1. (μετρ.) οχτάστιχο με δύο ομοιοκαταληξίες. 2. (μουσ.) σύνολο από τρεις νότες της ίδιας αξίας, που παίζεται σε χρόνο ίσο με δύο νότες της ίδιας αξίας.

[λόγ. < γαλλ. triolet -ο (οθρογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριοξείδιο το [trioksíδio] Ο40 : (χημ.) για χημική ένωση που το μόριό της περιέχει τρία άτομα οξυγόνου: ~ του θείου.

[λόγ. < γαλλ. trioxyde < tri- = τρι- 1 + oxyde = οξείδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες