Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίξιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίξιμο το [tríksimo] Ο50 : το αποτέλεσμα του τρίζω. 1. δυσάρεστος, οξύς και ξηρός ήχος: Tο ~ της πόρτας / των θεμελίων. Tο ~ των δοντιών και ως ΦΡ για απειλητική προειδοποίηση. 2. (μτφ.) κλονισμός, τριγμός.

[τριξ- (τρίζω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες