Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίμερα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίμερα τα [trímera] Ο41 : (λαϊκότρ.) τρισάγιο που ψάλλεται στον τάφο του νεκρού τρεις μέρες μετά το θάνατό του· τριήμερα: Σήμερα του έκαναν τα ~.

[τριήμερα με αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες