Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίκροτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίκροτο το [tríkroto] Ο42 : παλαιό ιστιοφόρο του πολεμικού ναυτικού, με τρεις σειρές πυροβόλα.

[λόγ. < ελνστ. τρίκροτος (θηλ., ενν. ναῦς) `πλοίο με τρεις σειρές κουπιά, τριήρης΄, ουδ. κατά το πλοίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες