Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίγλωσσος -η -ο [tríγlosos] Ε5 : 1α. που είναι γραμμένος σε τρεις γλώσσες: Tρίγλωσση επιγραφή. Tρίγλωσσο λεξικό. β. που χρησιμοποιεί ισότι μα τρεις γλώσσες: H Ελβετία είναι τρίγλωσση. Οι Ελβετοί είναι τρίγλωσ σοι, αποτελούν τρεις γλωσσικές κοινότητες. 2. που έχει τρεις προεξοχές σε σχήμα γλώσσας.
[λόγ.: 2: τρι- 1 + γλώσσ(α) -ος· 1: σημδ. γαλλ. trilingue (tri- = τρι- 1)]



