Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρέσα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρέσα 1 η [trésa] Ο25 : πλέγμα από λεπτό νήμα σε σχήμα ταινίας, που το χρησιμοποιούν για να διακοσμήσουν ρούχα, κεντήματα κτλ.: Στα μανίκια γάζωσε μια χρυσή ~.

[γαλλ. tress(e) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρέσα 2 η : (ναυτ.) εσωτερικό δοκάρι ιστιοφόρου.

[βεν. tresa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες