Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρέπω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρέπω [trépo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. τράπηκα, απαρέμφ. τραπεί : 1. στρέφω. α. κάνω κπ. ή κτ. να αλλάξει κατεύθυνση: H υπεροχή του αντιπάλου τον έτρεψε προς την οδό της επιστροφής. || (παθ.) αλλάζω πορεία: Ο εχθρός εγκαταλείπει την προσπάθεια να περάσει στην Πελοπόννησο και τρέπεται προς βορρά. (έκφρ.) ~ κπ. σε (άτακτη) φυγή, τον αναγκάζω να υποχωρήσει τρέχοντας και με επέκταση, τον απομακρύνω ή τον αποτρέπω εντελώς από κπ. ή από κτ.: Ορμούν και τρέπουν τον εχθρό σε άτακτη φυγή. Οι φωνές του ταμία έτρεψαν σε φυγή τους επίδοξους ληστές. Ήταν τόσο άσχημος που, μόλις τον είδε, τράπηκε σε φυγή. β. (μτφ.) κατευθύνω κπ. προς έναν ορισμένο τρόπο ζωής: Ο πατέρας του τον έτρεψε από μικρό στο εμπόριο. 2. μετατρέπω σε κτ. άλλο ισοδύναμο ή ομοειδές. α. έναν αριθμό: ~ τον ακέραιο σε κλάσμα. β. ένα φθόγγο: Στο θέμα του παθητικού αορίστου το “ε” του “τρέπω” τρέπεται σε “α”.

[λόγ. < αρχ. τρέπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες