Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρέμουλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρέμουλο το [trémulo] Ο41 : (οικ.) τρεμούλα: M΄ έπιασε ένα ~ που δεν μπορούσα να σταθώ.

[παλ. ιταλ. tremulo]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go