Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρέμολο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρέμολο το [trémolo] Ο (άκλ.) : (μουσ.) πολύ γρήγορη επανάληψη του ίδιου φθόγγου.

[ιταλ. tremolo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες