Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τράχυνση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τράχυνση η [tráxinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τραχύνω.

[λόγ. τραχύν(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go