Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τράτο το [tráto] Ο39 & τράτος το [trátos] Ο46β : (οικ.) περιθώριο χρονικό ή τοπικό: Δεν έχω ~ να τον περιμένω περισσότερο. H φούστα δεν έχει άλλο ~ για να φαρδύνει.
[ιταλ. tratto `διάστημα, απόσταση΄· μεταπλ. κατά τα ουδ. -ος]



