Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τράνζιτ το [tránzit] & τράνζιτο το [tránzito] Ο (άκλ.) : 1α. διακίνηση εμπορευμάτων μέσα από μια χώρα χωρίς τελωνειακό έλεγχο, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους στον τόπο του τελικού προορισμού τους. β. (ως επίρρ.) για να δηλώσουμε την κατάσταση επιβατών ή εμπορευμάτων που περνούν από μια χώρα χωρίς τελωνειακό έλεγχο: Επιβάτες στο αεροδρόμιο της Aθήνας που ταξιδεύουν ~. Περνώ το εμπόρευμα ~. 2. αίθουσα ή χώρος σε αεροδρόμιο, λιμάνι κτλ. για την παραμονή επιβατών ή για τη φύλαξη εμπορευμάτων που ταξιδεύουν τράνζιτ.
[λόγ. < αγγλ. transit· ιταλ. transito]



