Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τράκο το [tráko] Ο39 : 1. σύγκρουση, τράκα 1: Tο αυτοκίνητο έφαγε ένα γερό ~. 2α. τιμωρία, επίπληξη πολύ αυστηρή: Tου έδωσα ένα ~ που θα το θυμάται. β. πάθημα, γεγονός που συγκλονίζει: H αποτυχία στις εξετάσεις ήταν γι΄ αυτόν μεγάλο ~. Έπαθε μεγάλο ~, έπεσε έξω η επιχείρησή του.
[τρακ(άρω) -ο (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρακόσιοι -ες -α [trakósxi] & τρακόσοι -ες -α [trakósi] Ε4 γεν. τρακοσίων αριθμτ. απόλ. : (προφ.) τριακόσιοι.
[< τριακόσιοι με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων.· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσιοι > διακόσοι, σιαγόνι > σαγόνι)]



