Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τράβηγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τράβηγμα το [tráviγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τραβώ. 1α. μετακίνηση: Tο ~ της βάρκας στη στεριά. Tο ~ από το χέρι / από τα μαλλιά. || έλξη: Tο ~ του σίδερου από το μαγνήτη. β. τέντωμα: Tα μανίκια / οι κάλτσες ξεχείλωσαν από το ~. Tο ~ των μαλλιών πίσω από τα αυτιά. Tα αυτιά σου θέλουν ~, για τιμωρία. Έχω ένα ~ στο πόδι, έχω το αίσθημα ότι κτ. τραβάει τους μυς του ποδιού μου. γ. το να βγάζει κάποιος κτ. από την κανονική του θέση: Tο ~ της κουρτίνας. Tο ~ των πόντων από το πλεχτό. || H κάλτσα έχει ένα ~, το σημάδι που μένει από το τράβηγ μα της κλωστής. δ. υποχώρηση: Tο ~ των νερών, η άμπωτη. 2α. άντληση: Tο ~ του νερού από το πηγάδι. β. (για αέρια) απορρόφηση: Tο ~ του καπνού από την καμινάδα. 3α. η παραγωγή κάθε αντιτύπου από την ίδια τυπογραφική πλάκα· (πρβ. τιράζ). β. Tο ~ μιας γραμμής / μιας ευθείας, αποτύπωση μιας γραμμής σε χαρτί ή σε άλλο υλικό. || ~ γραμμής ηλεκτρικού / τηλεφώνου, τοποθέτηση καλωδίου κατά μήκος μιας διαδρομής. 4. (τεχν.) α. σμίκρυνση της διατομής. β. έλαση: Tο ~ του μετάλλου. 5. (πληθ., μτφ.) για δυσάρεστες καταστάσεις που δύσκολα τακτοποιούνται· μπλεξίματα: Έχω τραβήγματα με την εφορία.

[τραβηκ- (τραβώ) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες