Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουφεκίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουφεκίζω [tufekízo] -ομαι & ντουφεκίζω [dufekízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ρίχνω τουφεκιές, πυροβολώ. 2. σκοτώνω άνθρωπο ή ζώο με τουφέκι. || εκτε λώ θανατική ποινή με τουφεκισμό: Οι λιποτάκτες σε καιρό πολέμου τουφεκίζονται επί τόπου.

[τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go