Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουφεκίδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουφεκίδι το [tufekíδi] & ντουφεκίδι το [dufekíδi] Ο44 (συνήθ. στον εν.) : ταυτόχρονη και συνεχής εκπυρσοκρότηση πολλών τουφεκιών: Xάλασε ο κόσμος απ΄ το ~. Όλη τη μέρα δε σταμάτησε το ~. Bροχή έπεφτε το ~.

[τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ίδι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες