Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρτούρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρτούρα 1 η [turtúra] Ο25α : (οικ.) τρεμούλιασμα, ρίγος που προκαλεί το κρύο· τούρτουρο.

[τουρτουρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρτούρα 2 η : (λαϊκότρ.) τρυγόνι.

[λατ. turtur `τρυγόνι΄ (πρβ. βλάχ. turturî `δεκοχτούρα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες