Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουρτουρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρτουρίζω [turturízo] Ρ2.1α : (οικ.) τρέμω από το κρύο: Tουρτούριζε (στο κρύο) χωρίς πανωφόρι.

[μσν. τουρτουρίζω < ελνστ. ταρταρίζω ( [a > u] από επίδρ. του [r] ) < Τάρταρος (δες τάρταρα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go