Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουρμπάν
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρμπάν το [turbán] & τιρμπάν το [tirbán] Ο (άκλ.) : είδος γυναικείου καπέλου από ύφασμα που σχηματίζει πτυχώσεις: Φορούσε ένα μαύρο ~. Έδεσε στο κεφάλι της το μαντίλι σαν ~.

[τιρ-: λόγ. < γαλλ. turban < τουρκ. tülbend < περσ. dulband· τουρ-: λόγ. ορθογρ. δαν.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρμπάνι το [turbáni] Ο44 : μακριά και φαρδιά ταινία από λεπτό ύφασμα, την οποία τυλίγουν γύρω από το κεφάλι οι μουσουλμάνοι (εκτός από τους Tούρκους)· (πρβ. σαρίκι): Ο μαχαραγιάς φορούσε ένα άσπρο μεταξωτό ~.

[τουρμπάν -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go