Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουρλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρλώνω [turlóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) συνήθ. για τμήμα του σώματος που, όταν το προτείνω, παίρνει σχήμα σφαιρικό: Έριχνε πίσω το κορμί της για να τουρλώνει την κοιλιά της. Tουρλωμένος πισινός. || (ειρ., παθ.) κοκορεύομαι, υπερηφανεύομαι. ΦΡ την τούρλωσα (την κοιλιά), έφαγα πολύ· ΣYN έκφρ. την τύλωσα.

[μσν. τρουλλ(ώ) `χτίζω τρούλο΄ -ώνω με μετάθ. του [r] < τρούλλ(α δες στο τούρλα) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go