Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουρλού
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρλού το [turlú] Ο (άκλ.) : 1. (μαγειρ.) λαδερό φαγητό από ανάμεικτα λαχανικά, όπως π.χ. κολοκύθια, μελιτζάνες, ντομάτες κτλ. 2. (ως επίρρ., προφ.): ~ ~, ανάκατα, λογής λογής. ΦΡ ~ ~ μανιφατούρα, για πολλά και ποικίλα αντικείμενα ακατάστατα τοποθετημένα ή για πολύ μπερδεμένη υπόθεση.

[τουρκ. türlü]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go