Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρκόπουλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρκόπουλο το [turkópulo] Ο41 : μικρός ή νεαρός Tούρκος. || (πληθ.) νεαροί Tούρκοι ανεξαρτήτως φύλου.

[Τούρκ(ος) -όπουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες