Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρκοφάγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρκοφάγος ο [turkofáγos] Ο18 : (παρωχ.) αυτός που πολεμάει και εξοντώνει τους Tούρκους: Nικηταράς ο Tουρκοφάγος.

[Τούρκ(ος) -ο- + φαγ- (τρώω) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες