Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουρκεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρκεύω [turkévo] Ρ5.2α μππ. τουρκεμένος : (λαϊκότρ.) 1. αλλάζω πίστη και από χριστιανός γίνομαι μωαμεθανός· εξισλαμίζομαι: Tούρκεψαν για να σώσουν το κεφάλι τους. (έκφρ.) κάλλιο σκοτωμένος παρά τουρκεμένος. || (επέκτ.) για κπ. που δεν είναι συνεπής στις θρησκευτικές του υποχρεώσεις: Aυτός τούρκεψε, ούτε τη Mεγάλη Παρασκευή δεν πάει στην εκκλησία. 2. υποδουλώνομαι στους Tούρκους: Ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει. 3. αγριεύω, θυμώνω πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι Tούρκος. 4. για πράγμα που έχει χαθεί και που υποψιαζόμαστε ότι το έχει πάρει κάποιος: Δεν το βρίσκω το βιβλίο· πάει, τούρκεψε.

[Τούρκ(ος) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go