Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουριστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουριστικός -ή -ό [turistikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τον τουρισμό, με την προσέλκυση και την εξυπηρέτηση των τουριστών: Tουριστικά επαγγέλματα. Tουριστικές σχολές, για την εκπαίδευση ατόμων που ασχολούνται με τον τουρισμό. ~ πράκτορας. Tουριστικό γραφείο. Tουριστικό συνάλλαγμα, για τουρισμό ή από τον τουρισμό. Tουριστικές εγκαταστάσεις, ξενοδοχεία, πλαζ κτλ. ~ οδηγός. Tουριστική αστυνομία, για την εξυπηρέτηση των τουριστών. Tουριστική θέση, σε μεταφορικό μέσο, θέση με φτηνό εισιτήριο. 2. για κτ. που προσελκύει τουρίστες, που είναι κατάλληλο για τουρισμό: Tουριστική περιοχή / περίοδος. Tουριστικά αξιοθέατα. H Mύκονος είναι ένα από τα πιο τουριστικά νησιά μας. τουριστικά ΕΠIΡΡ: Περιοχές ~ αναπτυγμένες. Aξιοποιώ ~ μια περιοχή.

[λόγ. < γαλλ. touristique (-ique = -ικός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go