Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουλπάνι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουλπάνι το [tulpáni] & τουλουπάνι το [tulupáni] Ο44 : λεπτό βαμβακερό ύφασμα με πολύ αραιή ύφανση, που το χρησιμοποιούν και για να στραγγίζουν ή να σουρώνουν διάφορες ρευστές ουσίες. || γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι από το ύφασμα αυτό.

[μσν. τουλουπάνι < τουλπάνι (ανάπτ. [u] ανάμεσα στα [l-p] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.) < ιταλ. tolpan(o), tulopan < τουρκ. tülbend (από τα περσ.) κατά το πανί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go