Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τορπιλοσωλήνας ο [torpilosolínas] Ο2 : κυλινδρικός σωλήνας κατάλληλος για την εκτόξευση τορπιλών.
[λόγ. τορπίλ(η) -ο- + σωλήν > σωλήνας μτφρδ. αγγλ. torpedo tube]



