Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τορπιλοβόλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τορπιλοβόλο το [torpilovólo] Ο39 : μικρό, ευέλικτο πολεμικό πλοίο κατάλληλα εξοπλισμένο για να εκτοξεύει τορπίλες, που σήμερα έχει αντικατασταθεί από την τορπιλάκατο.

[λόγ. τορπίλ(η) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος (ενν. σκάφος) μτφρδ. γαλλ. lance-torpilles]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες