Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τοπικισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοπικισμός ο [topikizmós] Ο17 : η συμπεριφορά ή οι αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν τον τοπικιστή.

[λόγ. τοπικ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. localism (-ism = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go