Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τονισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τονισμός ο [tonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τονίζω. 1. (γραμμ.) α. (στο δυναμικό τόνο) η δυνατότερη προφορά της τονισμένης συλλαβής. β. (στο μουσικό τόνο) η προφορά της τονισμένης συλλαβής σε υψηλότερο ήχο. 2. έμφαση που δίνουμε σε μια λέξη ή σε μια έννοια. 3. μελοποίηση.

[λόγ. τονισ- (τονίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go