Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τομεάρχης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τομεάρχης ο [tomeárxis] Ο10 θηλ. τομεάρχης [tomeárxis] & τομεάρχισσα [tomeárxisa] Ο27 : αυτός που είναι υπεύθυνος ενός τομέα 1.

[λόγ. τομε- (δες τομέας) + -άρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. τομεάρχ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες