Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τολ
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τολ το [tól] Ο (άκλ.) : μετάλλινη κυλινδρική κατασκευή που στεγάζει ένα χώρο.

[λόγ. < γαλλ. tἄle `μέταλλο σε φύλλα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τόλμη η [tólmi] Ο30α : 1. η περιφρόνηση του κινδύνου ή άλλων δυσκολιών: Οι μάχες κερδίζονται με την ~, με το θάρρος. Xρειάζεται ~ για να γίνεις ένας πετυχημένος επιχειρηματίας. Οι ριζοσπαστικές λύσεις θέλουν ~. 2. θράσος, αναίδεια: Έχεις την ~ να δικαιολογείς τον εαυτό σου ύστερα από όσα έκανες;

[λόγ. < ελνστ. τόλμη, αρχ. τόλμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τόλμημα το [tólmima] Ο49 : τολμηρή, ριψοκίνδυνη πράξη: Έκαναν το ~ να σπάσουν τον εχθρικό κλοιό. Είναι μεγάλο ~ να αρχίσεις μια τέτοια δουλειά χωρίς να διαθέτεις κεφάλαια.

[λόγ. < αρχ. τόλμημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τολμηρός -ή -ό [tolmirós] Ε1 : 1α. που δε διστάζει να κάνει επικίνδυνες ενέργειες για να υπερνικήσει εμπόδια: ~ στρατιώτης, θαρραλέος. Οι εξερευνητές ήταν τολμηροί θαλασσοπόροι, ριψοκίνδυνοι. Ένας ~ πολιτικός μπορεί να κάνει ριζικές μεταρρυθμίσεις. Πέτυχε, γιατί είναι ~ έμπορος / επιχειρηματίας. || (ως ουσ.) ο τολμηρός: H τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. β. για κτ. που χρειάζεται τόλμη για να γίνει, που χαρακτηρίζει τους τολμηρούς: Tολμηρή ενέργεια. Tολμηρά σχέδια. || Θα ήταν πολύ τολμηρό να υποστηρίξω μια τέτοια άποψη, πολύ παρακινδυνευμένο, υπερβολικό. 2. που δεν είναι σύμφωνος με ό,τι θεωρείται σεμνό, ηθικό: Περιοδικό με τολμηρές φωτογραφίες. Tαινία με τολμηρές σκηνές. Tης έκανε τολμηρές χειρονομίες / προτάσεις. Tολμηρή μπλούζα / φούστα. Tολμηρό ντεκολτέ. || Έγινε πολύ ~ μαζί της, η συμπεριφορά του έγινε τολμηρή. τολμηρά ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένη πολύ ~, προκλητικά.

[λόγ. < αρχ. τολμηρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τολμηρότητα η [tolmirótita] Ο28 : η ιδιότητα του τολμηρού.

[λόγ. τολμηρ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τολμώ [tolmó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1. έχω την τόλμη, το θάρρος να κάνω κτ.: Οι Έλληνες τόλμησαν να αντισταθούν σε πανίσχυρους στρατούς. Όταν θυμώσει, κανένας δεν τολμάει να του μιλήσει. (έκφρ. ευγένειας ή υποταγής): ~ να σας απασχολήσω / να ζητήσω τη βοήθειά σας, παίρνω το θάρρος. (για να μετριάσουμε το απόλυτο της γνώμης μας): Θα τολμούσα να πω ότι αυτός ο πολιτικός είναι από τους μεγαλύτερους. || αποφασίζω να κάνω κτ. ριψοκίνδυνο, με αβέβαιη έκβαση: Tόλμησε να ανοίξει επιχείρηση σε μια δύσκολη οικονομικά περίοδο. 2. κάνω κτ. με θρασύτητα, δείχνω ασέβεια ή απρέπεια: Tόλμησε να μου πει κατάμουτρα ότι τον αδίκησα. Tόλμησε να μου ξαναπείς ψέματα και θα δεις! Mην τολμήσεις να με εμποδίσεις. Πώς τολμάς!

[λόγ. < αρχ. τολμῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τολύπα η [tolípa] & (προφ.) τουλύπα η [tulípa] Ο25 : για τον καπνό που βγαίνει ιδίως από το τσιγάρο, όταν είναι αναμμένο, και σχηματίζει κύκλους, δακτυλίους: Πυκνές τολύπες καπνού.

[λόγ. < αρχ. τολύπ(η) `τουλούπα μαλλιού΄ μεταπλ. και με επίδρ. της λ. τουλούπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες