Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοκετός ο [toketós] Ο17 : η διαδικασία με την οποία το βιώσιμο έμβρυο απομακρύνεται από το σώμα της μητέρας με τις εξωθήσεις της μήτρας· γέννα: Φυσιολογικός / πρόωρος / δύσκολος / εύκολος / ανώδυνος ~. Οι ωδίνες του τοκετού.
[λόγ. < αρχ. τοκετός]



