Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τοκίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοκίζω [tokízo] -ομαι Ρ2.1 : α. (παθ.) για χρηματικό ποσό στο οποίο προστίθεται τόκος: Tα χρήματά μου τοκίζονται με 11%. β. δανείζω χρήματα με τόκο: Zει τοκίζοντας τα χρήματά του. ~ με υψηλό / χαμηλό τόκο.

[αρχ. τοκίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go