Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τοιχογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχογραφώ [tixoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω τοιχογραφίες επάνω σε επιφάνεια τοίχου.

[λόγ. < μσν. τοιχογραφώ < τοιχογραφ(ία) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go